πλαταίνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πλαταίνω < αρχαία ελληνική πλατύνω

Ρήμα

πλαταίνω, παθ. μτχ.: πεπλατυσμένος

  1. (μεταβατικό) κάνω κάτι πιο πλατύ
     συνώνυμα: διευρύνω
  2. (αμετάβατο) γίνομαι πιο πλατύς
     συνώνυμα: διευρύνομαι

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.