εμποροπανήγυρη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εμποροπανήγυρη | οι | εμποροπανηγύρεις |
| γενική | της | εμποροπανήγυρης* | των | εμποροπανηγύρεων |
| αιτιατική | την | εμποροπανήγυρη | τις | εμποροπανηγύρεις |
| κλητική | εμποροπανήγυρη | εμποροπανηγύρεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, εμποροπανηγύρεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εμποροπανήγυρη < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐμποροπανήγυρ(ις) + -η< εμπορο- + πανήγυρις [1]
Ουσιαστικό
εμποροπανήγυρη θηλυκό
- (λόγιο) υπαίθριο παζάρι εμπορευμάτων ή προϊόντων, που διοργανώνεται για λίγες μέρες κάθε χρόνο, συνήθως με την ευκαιρία μιας θρησκευτικής εορτής
- ※ Όσον αφορά τις εμποροπανηγύρεις, είπε ότι θα υπάρξει αύξηση των ημερών και έτσι από τρεις ημέρες θα διαρκούν πέντε και στις περιόδους των χριστουγεννιάτικων και πασχαλινών εορτών δέκα ημέρες.(tovima.gr)
Συνώνυμα
- εμποροπάζαρο (προφορικό)
- παζάρι
Αναφορές
- εμποροπανήγυρη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.