ἄγυρις

Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

ἄγυρις < από μεταπτωτική βαθμίδα του ἀγείρω. Σε σύνθεση: -ήγυρις με έκταση του αρκτικού ⟨ἀ⟩

Ουσιαστικό

ἄγυρις θηλυκό (γενική: ἀγύριος)

Συγγενικά

  • ἀγυρίζειν
  • ἀγυρισμός
  • ἄγυρμα
  • ἀγυρμός
  • ἀγυρτάζω
  • ἀγυρτεία
  • ἀγυρτευτής
  • ἀγυρτεύω
  • ἀγυρτήρ
  • ἀγύρτης
  • ἀγυρτικός
  • ἀγυρτός
  • ἀγύρτρια
  • ὁμήγυρις
  • πανήγυρις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.