πανηγυρικά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πανηγυρικά < πανηγυρικός

Επίρρημα

πανηγυρικά

  • κατά τρόπο πανηγυρικό
η εκδήλωση έκλεισε πανηγυρικά με έναν καλαματιανό όπου χόρεψαν όλοι οι καλεσμένοι

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

πανηγυρικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.