πᾶς
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | πᾶς | ἡ | πᾶσᾰ | τὸ | πᾶν |
| γενική | τοῦ | παντός | τῆς | πάσης | τοῦ | παντός |
| δοτική | τῷ | παντῐ́ | τῇ | πάσῃ | τῷ | παντῐ́ |
| αιτιατική | τὸν | πάντᾰ | τὴν | πᾶσᾰν | τὸ | πᾶν |
| κλητική ὦ! | πᾶς | πᾶσᾰ | πᾶν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | πάντες | αἱ | πᾶσαι | τὰ | πάντᾰ |
| γενική | τῶν | πάντων | τῶν | πασῶν | τῶν | πάντων |
| δοτική | τοῖς | πᾶσῐ(ν) | ταῖς | πάσαις | τοῖς | πᾶσῐ(ν) |
| αιτιατική | τοὺς | πάντᾰς | τὰς | πάσᾱς | τὰ | πάντᾰ |
| κλητική ὦ! | πάντες | πᾶσαι | πάντᾰ | |||
| Χωρίς δυϊκό αριθμό. | ||||||
| 3η&1η κλίση, Κατηγορία 'σύμπας' όπως «πᾶς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πᾶς < *παντ-ς • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Αντωνυμία
πᾶς, πᾶσα, πᾶν: επίθετο που λογίζεται ως αόριστη, επιμεριστική αντωνυμία και σημαίνει
- ο καθένας, όλοι χωρίς εξαίρεση
- πάντες ὅσοι . . ..
- οἱ πάντες ἄνθρωποι (όλοι οι άνθρωποι)
- τὰ πάντα
- ἐννέα πάντες (εννέα όλοι, συνολικά)
- στον ενικό, το σύνολο, ολόκληρο
- πᾶσα ἀληθείη (όλη η αλήθεια)
- χαλκέην πᾶσαν (ολόκληρη από χαλκό)
- διὰ πασῶν χορδῶν (διαπασῶν)
- ο καθένας ειδικότερα
- τῶν ἀνθρώπων πᾶς
- χαλεπόν τι καὶ οὐχὶ παντός (δεν είναι για τον καθένα)
- πᾶς τις βροτῶν” (κάθε θνητός)
- το σύμπαν, όλη η δημιουργία
- τὸ πᾶν
- με το άνευ: κανείς, καμία, καθόλου
- ἄνευ πάσης ταραχῆς (απόλυτα ατάραχος)
- οπωσδήποτε, απαραιτήτως
- παντὸς μᾶλλον (πάνω από όλα)
- περί παντός ποιοῦμαι... θεωρώ ότι πάνω από όλα πρέπει να...
- χρονικά, για πάντα, συνεχώς, παντοτινά, σαν επίρρημα
- διὰ παντὸς (εννοείται χρόνου)
Σύνθετα
- παν- & παραλλαγές Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα παν- στο Βικιλεξικό
όπως ενδεικτικά
- πανήγυρις
- παγκράτιον
- παγκρατιστής
- πάγκρεας
- πανταχόθεν
- παντοδαπός
- πάγκακος
- πάγκλαυστος, πάγκλαυτος
- πάγκληρος
- παγχάλεπος
- πάγχρηστος
- πάλλευκος
- παμβίας
- παμμεγέθης
- παμμήκης
- παμμήτωρ
- παμμιγής
- πάμμορος
- παμπάλαιος
- παμπειθής
- παμπληθής
- παμπόνηρος
- παμφάγος
- παμπόρφυρος
- παμφαής
- παμφαίνω
- πάμψυχος
- πανάγαθος
- Παναθήναια
- Παναθηναϊκός
- πανάθλιος
- Παναχαιοί
- πανδαισία
- πανδαμάτωρ
- πάνδημος, πάνδαμος
- Πανδίων
- πάνδοκος
- πανδοκεύς
- Πανδώρα
- Πανέλληνες
- Πανίωνες
- Πανιώνιον
- Πάνορμος
- πανοπλία
- πανοῦργος
- πανσέληνος
- πανστρατιά
- παντελής
- παντοπόρος
- παντοπώλιον
- πανόπτης
- πάγκοινος
- παγκοίτης
- πανώλεθρος
- πανωλεθρία
- πανώλης
- πάνωρος
Πηγές
- πᾶς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πᾶς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.