πανηγυρικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πανηγυρικός η πανηγυρική το πανηγυρικό
      γενική του πανηγυρικού της πανηγυρικής του πανηγυρικού
    αιτιατική τον πανηγυρικό την πανηγυρική το πανηγυρικό
     κλητική πανηγυρικέ πανηγυρική πανηγυρικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πανηγυρικοί οι πανηγυρικές τα πανηγυρικά
      γενική των πανηγυρικών των πανηγυρικών των πανηγυρικών
    αιτιατική τους πανηγυρικούς τις πανηγυρικές τα πανηγυρικά
     κλητική πανηγυρικοί πανηγυρικές πανηγυρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πανηγυρικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πανηγυρικός

Προφορά

ΔΦΑ : /pa.ni.ʝi.ɾiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πανηγυρικός

Επίθετο

πανηγυρικός, -ή, -ό

  1. που γίνεται για να γιορταστεί κάποιο ευχάριστο, συνήθως επετειακό, γεγονός
    πανηγυρική τελετή
  2. που χαρακτηρίζεται από συναισθήματα χαράς κι ενθουσιασμού
    πανηγυρική ατμόσφαιρα
  3. (μεταφορικά) καθολικός, αδιαμφισβήτητος
    πανηγυρική δικαίωση
    πανηγυρική εξαγγελία

Ουσιαστικό

πανηγυρικός εννοείται: λόγος αρσενικό

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις


Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

ζητούμενο λήμμα

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.