πας
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /pas/
Ετυμολογία 1
- πας: κλιτικός τύπος
Ετυμολογία 2
- πας < αρχαία ελληνική πᾶς
Αντωνυμία
- (επιμεριστική αντωνυμία που λειτουργεί και ως επίθετο) κάθε, όλος. Δεν έχει πια ευρεία χρήση, με εξαίρεση παροιμιακές εκφράσεις και ειδικές ορολογίες, όπως της εκκλησιαστικής
- Απαγορεύεται η είσοδος εις πάντας τους μη έχοντας εργασίαν
- Ο Πατριάρχης Μόσχας και πασών των Ρωσιών
- Αρχηγού παρόντος, πάσα αρχή παυσάτω
- Παν μέτρον άριστον
- Πρέπει να αναφέρεται παν ξένο αντικείμενο
- Ισχυει για πάντα τα μέλη (όλα τα μέλη)
Σημειώσεις
ειδικά το ουδέτερο πάν, αλλά δευτερευόντως και το αρσενικό πας, από τη γενική πάντων, την ονομαστική αλλά και τη δοτική πᾶσι, αποτελούν το πρώτο συνθετικό πολλών λέξων δίνοντας την έννοια του συνολικού, του όλου ή του υπερθετικού βαθμού
Σύνθετα
|
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.