πανήγυρις

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πανήγυρις < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πανήγυρις (συγκέντρωση, συνάθροιση) (η σύγχρονη σημασία, μεσαιωνική)

ΑΠΟΓΟΝΟΙ:  δείτε το αρχαίο πανήγυρις

Ουσιαστικό

πανήγυρις, -εως θηλυκό (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο πανήγυρις)

  • (παρωχημένο, λόγιο) η πανήγυρη
      (καθαρεύουσα) Τὴν ἑσπέραν τῆς Παρασκευῆς, 25 Σεπτεμβρίου, ὡδεύομεν ὁμοῦ ἀνὰ τὴν ἀμπελόφυτον πεδιάδα, ἀπερχόμενοι εἰς τὸν ναΐσκον τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, μετόχιον τοῦ ἱεροῦ Κοινοβίου τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Ἐτελεῖτο ἐκεῖ μικρὰ πανήγυρις. Ἔμελλε νὰ γίνῃ παννυχίς ἀπὸ τῆς ἐνάτης ὥρας μέχρι τῆς τρίτης τοῦ ὄρθρου, εἶτα δέ, μετὰ δίωρον διάλειμμα, θὰ ἐτελεῖτο λειτουργία. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Αμαρτίας φάντασμα)

Συγγενικά

Πηγές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

πανήγυρις < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πανήγυρις (συγκέντρωση, συνάθροιση)

ΑΠΟΓΟΝΟΙ:  δείτε το αρχαίο πανήγυρις

Ουσιαστικό

πανήγυρις θηλυκό

  1. συγκέντρωση, συνάθροιση ανθρώπων, ομαδική γιορτή, ιδίως για να τιμήσουν κάποιο άγιο
  2. εμποροπανήγυρη
  3. (γενικότερα) πλήθος πραγμάτων, όπως φυτών που δημιουργεί ευχάριστη εντύπωση

  • πανήγερις

Συνώνυμα

Εκφράσεις

  • διελύθη ἡ πανήγυρις

Συγγενικά

  • πανηγύρισις

 και δείτε τη λέξη πανηγύριν

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πανήγυρῐς αἱ πανηγύρεις
      γενική τῆς πανηγύρεως τῶν πανηγύρεων
      δοτική τῇ πανηγύρει ταῖς πανηγύρεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν πανήγυρῐν τὰς πανηγύρεις
     κλητική ! πανήγυρῐ πανηγύρεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πανηγύρει
γεν-δοτ τοῖν  πανηγυρέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πανήγυρις < παν- + --ήγυρις, πᾶς + ἄγυρις με έκταση του αρκτικού ⟨ἀ⟩ λόγω της σύνθεσης < από μεταπτωτική βαθμίδα του ἀγείρω (δείτε και ἀγορά) [1]

Ουσιαστικό

πᾰνήγῠρις, -εως θηλυκό

Συγγενικά

Απόγονοι

πανήγυρις (αρχαία ελληνικά)

μεσαιωνικά ελληνικά: πανήγυρις
οθωμανικά τουρκικά: پانایر (panayir) ή < πανηγύριν
τουρκικά: panayır  δείτε και τον τύπο πανηγύριν
νέα ελληνικά: πανήγυρη  δείτε και τη λέξη πανηγύρι
αγγλικά: panegyris
λατινικά: Panegyris (κύριο όνομα, χαρακτήρα)

Αναφορές

  1. πανηγύρι - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.