πανηγυρίστρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πανηγυρίστρια | οι | πανηγυρίστριες |
| γενική | της | πανηγυρίστριας | των | πανηγυριστριών |
| αιτιατική | την | πανηγυρίστρια | τις | πανηγυρίστριες |
| κλητική | πανηγυρίστρια | πανηγυρίστριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πανηγυρίστρια < πανηγυριστής + -τρια
Μεταφράσεις
πανηγυρίστρια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.