πανηγυριστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πανηγυριστής οι πανηγυριστές
      γενική του πανηγυριστή των πανηγυριστών
    αιτιατική τον πανηγυριστή τους πανηγυριστές
     κλητική πανηγυριστή πανηγυριστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πανηγυριστής < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πανηγυριστής

Ουσιαστικό

πανηγυριστής αρσενικό (θηλυκό πανηγυρίστρια)

  1. αυτός που πανηγυρίζει
  2. (για εορταστική και όχι εμπορική πανήγυρη) που συμμετέχει σε εορταστικό πανηγύρι
     συνώνυμα: εορταστής

Μεταφράσεις



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

ζητούμενο λήμμα

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

(ελληνιστική κοινή) ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.