πανηγυριώτικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πανηγυριώτικος η πανηγυριώτικη το πανηγυριώτικο
      γενική του πανηγυριώτικου της πανηγυριώτικης του πανηγυριώτικου
    αιτιατική τον πανηγυριώτικο την πανηγυριώτικη το πανηγυριώτικο
     κλητική πανηγυριώτικε πανηγυριώτικη πανηγυριώτικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πανηγυριώτικοι οι πανηγυριώτικες τα πανηγυριώτικα
      γενική των πανηγυριώτικων των πανηγυριώτικων των πανηγυριώτικων
    αιτιατική τους πανηγυριώτικους τις πανηγυριώτικες τα πανηγυριώτικα
     κλητική πανηγυριώτικοι πανηγυριώτικες πανηγυριώτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πανηγυριώτικος < πανηγυριώτης (<πανηγύρι) + -ικος

Επίθετο

πανηγυριώτικος

  1. σχετικός με ένα πανηγύρι
    πανηγυριώτικη ατμόσφαιρα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.