πανηγυρίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πανηγυρίζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πανηγυρίζω (αρχαία σημασία: συμμετέχω σε δημόσια γιορτή)

Ρήμα

πανηγυρίζω, αόρ.: πανηγύρισα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. (για πόλη, χωριό ή ναό) γιορτάζω και διοργανώνω πανηγύρι σε μια θρησκευτική εορτή
  2. εκδηλώνω τη χαρά μου, τον ενθουσιασμό μου με πανηγυρισμούς

Κλίση

Μεταφράσεις



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

ζητούμενο λήμμα

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.