φασαρία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φασαρία | οι | φασαρίες |
| γενική | της | φασαρίας | των | φασαριών |
| αιτιατική | τη | φασαρία | τις | φασαρίες |
| κλητική | φασαρία | φασαρίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φασαρία < ιταλική fesseria < fesso + -eria < fendere
Ουσιαστικό
φασαρία θηλυκό
- η αναταραχή, η αναστάτωση
- είχαμε φασαρίες στο κέντρο σήμερα
- δε θέλω τις φασαρίες της μετακόμισης (τις έγνοιες)
- ο σαματάς, η ηχορύπανση, ο θόρυβος
- μην κάνεις φασαρία, να κοιμηθεί η γιαγιά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.