ζωοπανήγυρη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ζωοπανήγυρη | οι | ζωοπανηγύρεις |
| γενική | της | ζωοπανήγυρης* | των | ζωοπανηγύρεων |
| αιτιατική | τη | ζωοπανήγυρη | τις | ζωοπανηγύρεις |
| κλητική | ζωοπανήγυρη | ζωοπανηγύρεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ζωοπανηγύρεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ζωοπανήγυρη θηλυκό
Μεταφράσεις
ζωοπανήγυρη
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.