πανηγυρισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πανηγυρισμός | οι | πανηγυρισμοί |
| γενική | του | πανηγυρισμού | των | πανηγυρισμών |
| αιτιατική | τον | πανηγυρισμό | τους | πανηγυρισμούς |
| κλητική | πανηγυρισμέ | πανηγυρισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πανηγυρισμός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πανηγυρισμός > πανηγυρίζω πανηγυρισ- + -μός
Προφορά
- ΔΦΑ : /pa.ni.ʝi.ɾiˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐νη‐γυ‐ρι‐σμός
Ουσιαστικό
πανηγυρισμός αρσενικό
- σύνολο εκδηλώσεων που εκφράζουν τη μεγάλη χαρά και τον ενθουσιασμό ενός ατόμου ή ομάδας για ένα πρόσφατο γεγονός
- ↪ έξαλλοι πανηγυρισμοί μετά τη νίκη της Εθνικής στο Μουντιάλ
Αρχαία ελληνικά (grc)
(ελληνιστική κοινή) → ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- πανηγυρισμός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πανηγυρισμός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.