πέντε

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πέντε < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πέντε

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpen.de/ συχνά, σε γρήγορο λόγο, και /ˈpede/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πέντε

Αριθμητικό

πέντε άκλιτο

  1. το απόλυτο αριθμητικό (5) που ακολουθεί το τέσσερα και προηγείται του έξι
    Το πέντε είναι ο τυχερός μου αριθμός.
  2. (αριθμητικό επίθετο)
    πέντε φίλοι

Εκφράσεις

Παροιμίες

Παράγωγα

αριθμητικά
απόλυτο: πέντε
ψηφίο: πεντάρι
τακτικό: πέμπτος
πολλαπλασιαστικό:  πενταπλός
αναλογικό: πενταπλάσιος
περιληπτικό: πεντάδα, πενταριά  
επίρρημα: πεντάκις
πρόθημα: πεντα-
 
χρονικά
λεπτά: πεντάλεπτο
ώρες: πεντάωρο
ημέρες: πενταήμερο
μήνες: πεντάμηνο
έτη: πενταετία
διάρκεια: πενταετής, πενταετές - πεντάχρονος, πεντάχρονη, πεντάχρονο  

Συγγενικά

  • πεντάρι
  • πεντό-, Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα πεντό- στο Βικιλεξικό
  • πεντο-, Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα πεντο- στο Βικιλεξικό
  • πεντά-, Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα πεντά- στο Βικιλεξικό
  • πεντα-, Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα πεντα- στο Βικιλεξικό
  • πενθ-, Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα πενθ- στο Βικιλεξικό

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.