πεντάλεπτο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πεντάλεπτο | τα | πεντάλεπτα |
| γενική | του | πενταλέπτου & πεντάλεπτου |
των | πενταλέπτων |
| αιτιατική | το | πεντάλεπτο | τα | πεντάλεπτα |
| κλητική | πεντάλεπτο | πεντάλεπτα | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πεντάλεπτο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πεντάλεπτος
Προφορά
- ΔΦΑ : /penˈda.le.pto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ντά‐λε‐πτο
Μεταφράσεις
διάρκεια
|
|
νόμισμα
|
|
εκπομπή
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
