πεντάρι

Νέα ελληνικά (el)

τα τέσσερα πεντάρια μιας τράπουλας
το πεντάρι μιας ομάδας μπάσκετ
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πεντάρι τα πεντάρια
      γενική του πενταριού των πενταριών
    αιτιατική το πεντάρι τα πεντάρια
     κλητική πεντάρι πεντάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πεντάρι <πέντ(ε) + -άρι

Ουσιαστικό

πεντάρι ουδέτερο

  1. το ψηφίο πέντε
  2. (κατ’ επέκταση) κάθε τι που αποτελείται από πέντε ομοειδή αντικείμενα
    • διαμέρισμα με πέντε κύρια δωμάτια
  3. (κατ’ επέκταση) κάθε τι που αποτελεί τυποποιημένο μέγεθος 5
  4. (αθλητισμός) ποδοσφαιριστής που αγωνίζεται λίμπερο στην σύνθεση

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.