pet

Αγγλικά (en)

Επίθετο

pet (en) (χωρίς παραθετικά)

  • (μόνο πριν από το ουσιαστικό) αγαπημένος, κάτι που με ενδιαφέρει πολύ
    my pet project - το αγαπημένο μου έργο

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
pet pets

pet (en)

  1. το κατοικίδιο ζώο
    The girl has a rabbit as a pet.
    Το κορίτσι έχει ένα κουνέλι σαν κατοικίδιο.
  2. ο χαϊδεμένος
    He is his mother’s pet.
    Είναι ο χαϊδεμένος της μαμάς του.

Ρήμα

ενεστώτας pet
γ΄ ενικό ενεστώτα pets
αόριστος petted, pet
παθητική μετοχή petted, pet
ενεργητική μετοχή petting

pet (en) (μεταβατικό)

  1. χαϊδεύω, αγγίζω απαλά ένα ζώο ή ένα παιδί με ευγενικό και στοργικό τρόπο
    I pet the dog.
    Χάιδεψα το σκυλί.

Πηγές



Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
pet pets

Προφορά

 

Ουσιαστικό

pet (fr) θηλυκό



Πολωνικά (pl)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

pet (pl) αρσενικό

Συγγενικά

  • pecik



Σερβοκροατικά (sh)

Αριθμητικό

pet (sh)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.