pet
Αγγλικά (en)
Επίθετο
pet (en) (χωρίς παραθετικά)
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) αγαπημένος, κάτι που με ενδιαφέρει πολύ
- ↪ my pet project - το αγαπημένο μου έργο
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| pet | pets |
pet (en)
- το κατοικίδιο ζώο
- ↪ The girl has a rabbit as a pet.
- Το κορίτσι έχει ένα κουνέλι σαν κατοικίδιο.
- ↪ The girl has a rabbit as a pet.
- ο χαϊδεμένος
- ↪ He is his mother’s pet.
- Είναι ο χαϊδεμένος της μαμάς του.
- ↪ He is his mother’s pet.
Ρήμα
| ενεστώτας | pet |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | pets |
| αόριστος | petted, pet |
| παθητική μετοχή | petted, pet |
| ενεργητική μετοχή | petting |
pet (en) (μεταβατικό)
- χαϊδεύω, αγγίζω απαλά ένα ζώο ή ένα παιδί με ευγενικό και στοργικό τρόπο
- ↪ I pet the dog.
- Χάιδεψα το σκυλί.
- ↪ I pet the dog.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.