πεντάρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πεντάρα | οι | πεντάρες |
| γενική | της | πεντάρας | — | |
| αιτιατική | την | πεντάρα | τις | πεντάρες |
| κλητική | πεντάρα | πεντάρες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /penˈda.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ντά‐ρα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.