πεντηκοστός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πεντηκοστός | η | πεντηκοστή | το | πεντηκοστό |
| γενική | του | πεντηκοστού | της | πεντηκοστής | του | πεντηκοστού |
| αιτιατική | τον | πεντηκοστό | την | πεντηκοστή | το | πεντηκοστό |
| κλητική | πεντηκοστέ | πεντηκοστή | πεντηκοστό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πεντηκοστοί | οι | πεντηκοστές | τα | πεντηκοστά |
| γενική | των | πεντηκοστών | των | πεντηκοστών | των | πεντηκοστών |
| αιτιατική | τους | πεντηκοστούς | τις | πεντηκοστές | τα | πεντηκοστά |
| κλητική | πεντηκοστοί | πεντηκοστές | πεντηκοστά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πεντηκοστός < → λείπει η ετυμολογία
Αριθμητικό
πεντηκοστός, -ή, -ό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.