πεντακοσιοστός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πεντακοσιοστός | η | πεντακοσιοστή | το | πεντακοσιοστό |
| γενική | του | πεντακοσιοστού | της | πεντακοσιοστής | του | πεντακοσιοστού |
| αιτιατική | τον | πεντακοσιοστό | την | πεντακοσιοστή | το | πεντακοσιοστό |
| κλητική | πεντακοσιοστέ | πεντακοσιοστή | πεντακοσιοστό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πεντακοσιοστοί | οι | πεντακοσιοστές | τα | πεντακοσιοστά |
| γενική | των | πεντακοσιοστών | των | πεντακοσιοστών | των | πεντακοσιοστών |
| αιτιατική | τους | πεντακοσιοστούς | τις | πεντακοσιοστές | τα | πεντακοσιοστά |
| κλητική | πεντακοσιοστοί | πεντακοσιοστές | πεντακοσιοστά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πεντακοσιοστός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
πεντακοσιοστός, -ή, -ό
- το τακτικό αριθμητικό που αντιστοιχεί στον αριθμό πεντακόσια
- ο ένας από τους πεντακόσιους ίσους όρους ενός συνόλου
Μεταφράσεις
πεντακοσιοστός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.