πενταπλός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πενταπλός η πενταπλή το πενταπλό
      γενική του πενταπλού της πενταπλής του πενταπλού
    αιτιατική τον πενταπλό την πενταπλή το πενταπλό
     κλητική πενταπλέ πενταπλή πενταπλό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πενταπλοί οι πενταπλές τα πενταπλά
      γενική των πενταπλών των πενταπλών των πενταπλών
    αιτιατική τους πενταπλούς τις πενταπλές τα πενταπλά
     κλητική πενταπλοί πενταπλές πενταπλά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πενταπλός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πενταπλ(οῦς), συνηρημένος τύπος του πενταπλόος + κατάληξη -ός. Μορφολογικά αναλύεται σε πεντα- + -πλός

Προφορά

ΔΦΑ : /pen.daˈplos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πενταπλός

Επίθετο

πενταπλός, -ή, -ό

  1. (πολλαπλασιαστικό αριθμητικό)
    1. που αποτελείται από πέντε όμοια τμήματα ή φάσεις
    2. που εμφανίζεται με πέντε διαφορετικές μορφές
  2. πενταπλάσιος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.