ώρες

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ώρες < αρχαία ελληνική αἱ Ὧραι

Ουσιαστικό

ώρες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό

  1. (μυθολ.) με κεφαλαίο (δείτε Ώρες)
  2. με πεζό οι εποχές στην αρχαιότητα

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

ώρες

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.