ώρες
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ώρες < αρχαία ελληνική αἱ Ὧραι
Ουσιαστικό
ώρες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
- (μυθολ.) με κεφαλαίο (δείτε Ώρες)
- με πεζό οι εποχές στην αρχαιότητα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.