πεντακόσια

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πεντακόσια < λείπει η ετυμολογία

Αριθμητικό

πεντακόσια (και πεντακόσα)

  • ο ακέραιος αριθμός (500) που έπεται του τετρακόσια ενενήντα εννιά (499) και προηγείται του πεντακόσια ένα (501)

Εκφράσεις

  • τα μισά της χιλιάδας πεντακόσια

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.