πολλαπλασιαστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πολλαπλασιαστικός | η | πολλαπλασιαστική | το | πολλαπλασιαστικό |
| γενική | του | πολλαπλασιαστικού | της | πολλαπλασιαστικής | του | πολλαπλασιαστικού |
| αιτιατική | τον | πολλαπλασιαστικό | την | πολλαπλασιαστική | το | πολλαπλασιαστικό |
| κλητική | πολλαπλασιαστικέ | πολλαπλασιαστική | πολλαπλασιαστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πολλαπλασιαστικοί | οι | πολλαπλασιαστικές | τα | πολλαπλασιαστικά |
| γενική | των | πολλαπλασιαστικών | των | πολλαπλασιαστικών | των | πολλαπλασιαστικών |
| αιτιατική | τους | πολλαπλασιαστικούς | τις | πολλαπλασιαστικές | τα | πολλαπλασιαστικά |
| κλητική | πολλαπλασιαστικοί | πολλαπλασιαστικές | πολλαπλασιαστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πολλαπλασιαστικός (μαρτυρείται από το 1861)[1] < πολλαπλασιάζω
Συγγενικά
Μεταφράσεις
πολλαπλασιαστικός
Αναφορές
- σελ. 824, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
Πηγές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- πολλαπλασιαστικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.