πεντάδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πεντάδα | οι | πεντάδες |
| γενική | της | πεντάδας | των | πεντάδων |
| αιτιατική | την | πεντάδα | τις | πεντάδες |
| κλητική | πεντάδα | πεντάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πεντάδα < αρχαία ελληνική πεντάς < πέντ(ε) + -άς (-άδα)
Συγγενικά
Σύνθετα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.