πάτε
Νέα ελληνικά
(el)
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
πάτε
αρσενικό
κλητική
ενικού
του
πάτος
Ρηματικός τύπος
πάτε
β΄ πληθυντικό πρόσωπο οριστικής ενεστώτα του ρήματος
πάω
(
να, ας, αν, ίσως κ.λπ.
)
β΄ πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος
πάω
και
πηγαίνω
θα πάτε
:
β΄ πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος
πάω
και
πηγαίνω
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.