πάτε

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

πάτε αρσενικό

  1. κλητική ενικού του πάτος

Ρηματικός τύπος

πάτε

  1. β΄ πληθυντικό πρόσωπο οριστικής ενεστώτα του ρήματος πάω
  2. (να, ας, αν, ίσως κ.λπ.) β΄ πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πάω και πηγαίνω
  3. θα πάτε: β΄ πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πάω και πηγαίνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.