κοπριά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοπριά οι κοπριές
      γενική της κοπριάς των κοπριών
    αιτιατική την κοπριά τις κοπριές
     κλητική κοπριά κοπριές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κοπριά < αρχαία ελληνική κοπρία
Στρώσιμο κοπριάς σε χωράφι.

Ουσιαστικό

κοπριά θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.