δάπεδο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | δάπεδο | τα | δάπεδα |
| γενική | του | δαπέδου & δάπεδου |
των | δαπέδων |
| αιτιατική | το | δάπεδο | τα | δάπεδα |
| κλητική | δάπεδο | δάπεδα | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
δάπεδο ουδέτερο
- το έδαφος ενός δωματίου, αυλής, γηπέδου ή άλλου παρόμοιου χώρου που το έχουν ισιώσει και στρώσει με κάποιο υλικό (ξύλο, κονίαμα, πλακάκια, μάρμαρο, ψηφίδες που σχηματίζουν μια παράσταση κλπ)
- ψηφιδωτό δάπεδο
- ακριλικό δάπεδο γηπέδου
- φωτιστικό δαπέδου
Συνώνυμα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.