ακαθαρσία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ακαθαρσία οι ακαθαρσίες
      γενική της ακαθαρσίας των ακαθαρσιών
    αιτιατική την ακαθαρσία τις ακαθαρσίες
     κλητική ακαθαρσία ακαθαρσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ακαθαρσία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀκαθαρσία[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ka.θaɾˈsi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ακαθαρσία

Ουσιαστικό

ακαθαρσία θηλυκό

  1. κάτι που βρομίζει
      Πλάττει αὐλὴν ἐξ ἀχρήστων ἀνθρώπων, στοιχείων φθοροποιῶν, τὰ ὁποία τὸν περιστοιχίζουσι, παρασίτων, τὰ ὁποία ἀποζώσιν ἐξ αὐτοῦ, παχυνόμενα ἐπιβλαβῶς, σηπόμενα, ζωύφια βλαβερά, ὕδατα λιμνάζοντα, παράγοντα ἀναθυμιάσεις νοσηράς, πληθύνοντα τὴν ἀκαθαρσίαν.
    Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1892) Οι χαλασοχώρηδες, μέρος ΣΤ΄
  2. (συνήθως στον πληθυντικό) κόπρανα σε δημόσιο χώρο
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη περίττωμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.