ξεπατώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξεπατώνω < μεσαιωνική ελληνική ξεπατώνω < ξε- + πάτος + -ώνω

Ρήμα

ξεπατώνω (παθητική φωνή: ξεπατώνομαι)

  1. αφαιρώ τον πάτο από κάτι, οικοδομή ή αντικείμενο
  2. κουράζω κάποιον υπερβολικά, τον εξαντλώ σωματικά

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.