ξεπατώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ξεπατώνομαι < ξεπατώνω
Ρήμα
ξεπατώνομαι
- εξαντλούμαι, κουράζομαι υπερβολικά από κάποια, σωματική κυρίως, εργασία ή δραστηριότητα
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ξεπατώνομαι | ξεπατωνόμουν(α) | θα ξεπατώνομαι | να ξεπατώνομαι | ||
| β' ενικ. | ξεπατώνεσαι | ξεπατωνόσουν(α) | θα ξεπατώνεσαι | να ξεπατώνεσαι | (ξεπατώνου) | |
| γ' ενικ. | ξεπατώνεται | ξεπατωνόταν(ε) | θα ξεπατώνεται | να ξεπατώνεται | ||
| α' πληθ. | ξεπατωνόμαστε | ξεπατωνόμαστε ξεπατωνόμασταν |
θα ξεπατωνόμαστε | να ξεπατωνόμαστε | ||
| β' πληθ. | ξεπατώνεστε | ξεπατωνόσαστε ξεπατωνόσασταν |
θα ξεπατώνεστε | να ξεπατώνεστε | (ξεπατώνεστε) | |
| γ' πληθ. | ξεπατώνονται | ξεπατώνονταν ξεπατωνόντουσαν |
θα ξεπατώνονται | να ξεπατώνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ξεπατώθηκα | θα ξεπατωθώ | να ξεπατωθώ | ξεπατωθεί | ||
| β' ενικ. | ξεπατώθηκες | θα ξεπατωθείς | να ξεπατωθείς | ξεπατώσου | ||
| γ' ενικ. | ξεπατώθηκε | θα ξεπατωθεί | να ξεπατωθεί | |||
| α' πληθ. | ξεπατωθήκαμε | θα ξεπατωθούμε | να ξεπατωθούμε | |||
| β' πληθ. | ξεπατωθήκατε | θα ξεπατωθείτε | να ξεπατωθείτε | ξεπατωθείτε | ||
| γ' πληθ. | ξεπατώθηκαν ξεπατωθήκαν(ε) |
θα ξεπατωθούν(ε) | να ξεπατωθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω ξεπατωθεί | είχα ξεπατωθεί | θα έχω ξεπατωθεί | να έχω ξεπατωθεί | ξεπατωμένος | |
| β' ενικ. | έχεις ξεπατωθεί | είχες ξεπατωθεί | θα έχεις ξεπατωθεί | να έχεις ξεπατωθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει ξεπατωθεί | είχε ξεπατωθεί | θα έχει ξεπατωθεί | να έχει ξεπατωθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε ξεπατωθεί | είχαμε ξεπατωθεί | θα έχουμε ξεπατωθεί | να έχουμε ξεπατωθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε ξεπατωθεί | είχατε ξεπατωθεί | θα έχετε ξεπατωθεί | να έχετε ξεπατωθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν ξεπατωθεί | είχαν ξεπατωθεί | θα έχουν ξεπατωθεί | να έχουν ξεπατωθεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ξεπατωμένος - είμαστε, είστε, είναι ξεπατωμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ξεπατωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ξεπατωμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ξεπατωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ξεπατωμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ξεπατωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ξεπατωμένοι | |||||
Μεταφράσεις
ξεπατώνομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.