αποπατώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αποπατώ < αρχαία ελληνική ἀποπατῶ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αποπατάω - αποπατώ | αποπατούσα | θα αποπατάω - αποπατώ | να αποπατάω - αποπατώ | αποπατώντας | |
| β' ενικ. | αποπατάς - αποπατείς | αποπατούσες | θα αποπατάς - αποπατείς | να αποπατάς - αποπατείς | αποπάτα - αποπάταγε | |
| γ' ενικ. | αποπατάει - αποπατά - αποπατεί | αποπατούσε | θα αποπατάει - αποπατά - αποπατεί | να αποπατάει - αποπατά - αποπατεί | ||
| α' πληθ. | αποπατάμε - αποπατούμε | αποπατούσαμε | θα αποπατάμε - αποπατούμε | να αποπατάμε - αποπατούμε | ||
| β' πληθ. | αποπατάτε - αποπατείτε | αποπατούσατε | θα αποπατάτε - αποπατείτε | να αποπατάτε - αποπατείτε | αποπατάτε - αποπατείτε | |
| γ' πληθ. | αποπατάν(ε) - αποπατούν(ε) | αποπατούσαν | θα αποπατάν(ε) - αποπατούν(ε) | να αποπατάν(ε) - αποπατούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αποπάτησα | θα αποπατήσω | να αποπατήσω | αποπατήσει | ||
| β' ενικ. | αποπάτησες | θα αποπατήσεις | να αποπατήσεις | αποπάτα - αποπάτησε | ||
| γ' ενικ. | αποπάτησε | θα αποπατήσει | να αποπατήσει | |||
| α' πληθ. | αποπατήσαμε | θα αποπατήσουμε | να αποπατήσουμε | |||
| β' πληθ. | αποπατήσατε | θα αποπατήσετε | να αποπατήσετε | αποπατήστε | ||
| γ' πληθ. | αποπάτησαν αποπατήσαν(ε) |
θα αποπατήσουν(ε) | να αποπατήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αποπατήσει | είχα αποπατήσει | θα έχω αποπατήσει | να έχω αποπατήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αποπατήσει | είχες αποπατήσει | θα έχεις αποπατήσει | να έχεις αποπατήσει | έχε αποπατημένο | |
| γ' ενικ. | έχει αποπατήσει | είχε αποπατήσει | θα έχει αποπατήσει | να έχει αποπατήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αποπατήσει | είχαμε αποπατήσει | θα έχουμε αποπατήσει | να έχουμε αποπατήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αποπατήσει | είχατε αποπατήσει | θα έχετε αποπατήσει | να έχετε αποπατήσει | έχετε αποπατημένο | |
| γ' πληθ. | έχουν αποπατήσει | είχαν αποπατήσει | θα έχουν αποπατήσει | να έχουν αποπατήσει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) αποπατημένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) αποπατημένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) αποπατημένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) αποπατημένο | |||||
Μεταφράσεις
αποπατώ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.