Ἥρα
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Πτώση | Ενικός | ||
|---|---|---|---|
| Ονομαστική | Ἥρα | ||
| Γενική | Ἥρας | ||
| Δοτική | Ἥρᾳ | ||
| Αιτιατική | Ἥραν | ||
| Κλητική | Ἥρα | ||
Κύριο όνομα
- Ἥρα, ή Ἥρη θηλυκό
παράγωγα
- Ἡραῖον
- Ἡραῖα
- Ἡραιάτις
-
Ήρα στη Βικιπαίδεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.