Ἥρα

Αρχαία ελληνικά (grc)

Πτώση Ενικός
Ονομαστική Ἥρα
Γενική Ἥρας
Δοτική Ἥρᾳ
Αιτιατική Ἥραν
Κλητική Ἥρα

Ετυμολογία

Ἥρα < ἐρῶ (= εκχέω, αγαπώ, ποθώ), ή αναγραμματισμός του ἀήρ, ή εκ του ἔρα (= Γη)

Κύριο όνομα

Ἥρα, ή Ἥρη θηλυκό
  1. γυναικείο όνομα
  2. (ελληνική μυθολογία) η αδελφή και σύζυγος του Διός, ολύμπια αλληγορική θεότητα των ουράνιων γονιμοποιών στοιχείων π.χ. αέρος, ατμόσφαιρας και των εξ αυτών ευμετάβλητων φαινομένων, προστάτιδα του γάμου.

παράγωγα

  • Ἡραῖον
  • Ἡραῖα
  • Ἡραιάτις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.