εξ ολοκλήρου
Νέα ελληνικά (el)
Εκφράσεις
- ολοκληρωτικά, καθ' ολοκληρία, όλο, εντελώς
- Η άσκηση, το σκεφτικό, η πρόταση ήταν λάθος εξ ολοκλήρου
- Ηθελε το οικόπεδο δικό του εξ ολοκλήρου και τα αδέλφια του δυσανασχέτησαν
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.