ολοκληρώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /o.lo.kliˈɾo.no.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐λο‐κλη‐ρώ‐νο‐μαι
Ρήμα
ολοκληρώνομαι, π.αόρ.: ολοκληρώθηκα, μτχ.π.π.: ολοκληρωμένος, (ενεργ.: ολοκληρώνω)
- παθητική φωνή του ρήματος ολοκληρώνω → δείτε και την κλίση
- → δείτε τη λέξη ολοκληρώνω
- ωριμάζω η προσωπικότητά μου και οι δεξιότητες, ικανότητες, αρετές μου έχουν αναπτυχθεί στον ανώτερο βαθμό
- όταν απέκτησε το πρώτο του παιδί θεώρησε ότι ολοκληρώθηκε
- ολοκληρώθηκε ως καλλιτέχνης και ως άνθρωπος
Μεταφράσεις
ωριμάζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.