ολοκληρώνομαι

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /o.lo.kliˈɾo.no.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ολοκληρώνομαι

Ρήμα

ολοκληρώνομαι, π.αόρ.: ολοκληρώθηκα, μτχ.π.π.: ολοκληρωμένος, (ενεργ.: ολοκληρώνω)

  • παθητική φωνή του ρήματος ολοκληρώνω  δείτε και την κλίση 
    1.  δείτε τη λέξη ολοκληρώνω
    2. ωριμάζω η προσωπικότητά μου και οι δεξιότητες, ικανότητες, αρετές μου έχουν αναπτυχθεί στον ανώτερο βαθμό
      όταν απέκτησε το πρώτο του παιδί θεώρησε ότι ολοκληρώθηκε
      ολοκληρώθηκε ως καλλιτέχνης και ως άνθρωπος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.