κοτζάμ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κοτζάμ < (άμεσο δάνειο) τουρκική kocam < κτητικός τύπος του koca

Επίθετο

κοτζάμ άκλιτο

  • τόσο μεγάλος, ολόκληρος (για να δηλωθεί έμφαση ή αντίθεση μεταξύ της μεγάλης ηλικίας ή μεγέθους και των πράξεων κάποιου ή της κατάστασης στην οποία βρίσκεται κάποιος ή κάτι)
    κοτζάμ άντρας και κάνει τέτοιες χαζομάρες
    κοίτα την, έγινε κιόλας κοτζάμ κοπέλα

  • γκοτζάμ
  • γκοτζαμάν
  • κοτζαμάν
  • κοτζάμου

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.