ολοκληρωτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ολοκληρωτικός | η | ολοκληρωτική | το | ολοκληρωτικό |
| γενική | του | ολοκληρωτικού | της | ολοκληρωτικής | του | ολοκληρωτικού |
| αιτιατική | τον | ολοκληρωτικό | την | ολοκληρωτική | το | ολοκληρωτικό |
| κλητική | ολοκληρωτικέ | ολοκληρωτική | ολοκληρωτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ολοκληρωτικοί | οι | ολοκληρωτικές | τα | ολοκληρωτικά |
| γενική | των | ολοκληρωτικών | των | ολοκληρωτικών | των | ολοκληρωτικών |
| αιτιατική | τους | ολοκληρωτικούς | τις | ολοκληρωτικές | τα | ολοκληρωτικά |
| κλητική | ολοκληρωτικοί | ολοκληρωτικές | ολοκληρωτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ολοκληρωτικός < ολοκληρώ(νω) + -τικός, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική total[1]
- που σχετίζεται με ολοκληρωτισμό < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική totalitaire
- μαθηματικός όρος < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική calcul intégral, αντί του ολοκληρωματικός
Προφορά
- ΔΦΑ : /o.lo.kli.ɾo.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐λο‐κλη‐ρω‐τι‐κός
Επίθετο
ολοκληρωτικός, -ή, -ό
- που αφορά κάτι στο σύνολό του
- που χαρακτηρίζεται από ολοκληρωτισμό
- ↪ ολοκληρωτικό καθεστώς
- (μαθηματικά) άλλη μορφή του ολοκληρωματικός: που σχετίζεται με ολοκληρώματα
Παράγωγα
- ολοκληρωτικά (επίρρημα)
- ολοκληρωτικώς (παρωχημένο επίρρημα)
Μεταφράσεις
που σχετίζεται με ολοκληρωτισμό
που σχετίζεται με ολοκληρώματα
|
Αναφορές
- ολοκληρωτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.