ολοκληρία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ολοκληρία | οι | ολοκληρίες |
| γενική | της | ολοκληρίας | των | ολοκληριών |
| αιτιατική | την | ολοκληρία | τις | ολοκληρίες |
| κλητική | ολοκληρία | ολοκληρίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ολοκληρία < ελληνιστική κοινή ὁλοκληρία < αρχαία ελληνική ὁλόκληρος
Πολυλεκτικοί όροι
- καθ' ολοκληρίαν: πλήρως, εντελώς, ολοσχερώς, εξ ολοκλήρου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.