μέγεθος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μέγεθος | τα | μεγέθη |
| γενική | του | μεγέθους | των | μεγεθών |
| αιτιατική | το | μέγεθος | τα | μεγέθη |
| κλητική | μέγεθος | μεγέθη | ||
| Κατηγορία όπως «έδαφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μέγεθος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μέγεθος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈme.ʝe.θos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μέ‐γε‐θος
Ουσιαστικό
μέγεθος ουδέτερο
- οι διαστάσεις και ο όγκος ενός αντικειμένου (μήκος, πλάτος, ύψος)
- ↪ Θέλω μια καλαμωτή μεγέθους 3 Χ 1,5
- το πόσο μεγάλο είναι κάτι χωρίς αναφορά σε συγκεκριμένες διαστάσεις, αλλά με διαβάθμιση από το μεγαλύτερο προς το μικρότερο
- ↪ Η Ελλάδα το 2009 βρέθηκε ξαφνικά η τελευταία σε μέγεθος οικονομία της Ευρώπης
- ↪ Το μέγεθος της βλακείας
- (οικονομία) κάθε παράγοντας που επηρεάζει μια επιχείρηση ή και μία χώρα
- ↪ η προσπάθεια βελτίωσης των μακροοικονομικών μεγεθών της ελληνικής οικονομίας
- ↪ Τα βασικά οικονομικά μεγέθη σε μια τράπεζα είναι το ενεργητικό, οι καταθέσεις, οι χορηγήσεις και τα ίδια κεφάλαια
- κάποιο βασική ιδιότητα ή χαρακτηριστικό που όμως μετριέται σε μονάδες ειδικής κλίμακας
- ↪ μέγεθος αστέρος: η λαμπρότητά του
- ↪ μέγεθος σεισμού: η έντασή του
- το νούμερο στα ρούχα, ο αριθμός που φοράει κάποιος στο παντελόνι, τα εσώρουχα ή τα παπούτσια (μικρό μέγεθος, μεσαίο ή μεγάλο) και που συχνά εκφράζεται χωρίς τη χρήση επιθέτου, αλλά με αριθμό:
- ↪ φοράω το μέγεθος 4
- η σπουδαιότητα, η έκταση, οι διαστάσεις ενός γεγονότος με τη μεταφορική έννοια
- ↪ Δηλαδή, για τίνος μεγέθους επιδημία (απάτη-ζημία) μιλάμε;
- (μαθηματικά) κάθε ποσό που επιδέχεται αύξηση ή μείωση και επομένως μπορεί να μετρηθεί και να εκφρασθεί με αριθμούς.
- (φυσική) τα μετρήσιμα χαρακτηριστικά της ύλης, όπως το μήκος, η μάζα, η θερμποκρασία, η ενέργεια, η ραδιενέργεια , αλλά και ο χρόνος, η ταχύτητα κ.α.
- (καλές τέχνες) φυσικό μέγεθος είναι εκείνο που αντιστοιχεί στις συνήθεις διαστάσεις ενός οργάνου, οργανισμού ή αντικειμένου που θέλουμε να αναπαραστήσουμε -αλλιώς αναφερόμαστε αναλυτικότερα στις διαστάσεις που θέλουμε.
Συγγενικά
ετυμολογικό πεδίο
μεγεθ-
μεγεθ-
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
Ρήμα
μέγεθος
- σπουδαιότητα, μεγαλείο, μεγαλοπρέπεια
- ανάστημα, ύψος, μέγεθος
- μέγεθος (για πολύ ηχηρό ήχο, για βοή)
- ιωνικός τύπος : μέγαθος
Συγγενικά
ετυμολογικό πεδίο
μεγεθ-
μεγεθ-
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- μέγεθος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μέγεθος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.