ανολοκλήρωτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ανολοκλήρωτος | η | ανολοκλήρωτη | το | ανολοκλήρωτο |
| γενική | του | ανολοκλήρωτου | της | ανολοκλήρωτης | του | ανολοκλήρωτου |
| αιτιατική | τον | ανολοκλήρωτο | την | ανολοκλήρωτη | το | ανολοκλήρωτο |
| κλητική | ανολοκλήρωτε | ανολοκλήρωτη | ανολοκλήρωτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ανολοκλήρωτοι | οι | ανολοκλήρωτες | τα | ανολοκλήρωτα |
| γενική | των | ανολοκλήρωτων | των | ανολοκλήρωτων | των | ανολοκλήρωτων |
| αιτιατική | τους | ανολοκλήρωτους | τις | ανολοκλήρωτες | τα | ανολοκλήρωτα |
| κλητική | ανολοκλήρωτοι | ανολοκλήρωτες | ανολοκλήρωτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ανολοκλήρωτος < αν- (στερητικό α-) + ολοκληρώ(νω) + -τος
Επίθετο
ανολοκλήρωτος, -η, -ο
- που δεν έχει ολοκληρωθεί
- Ξεκίνησε μια συζήτηση με τον φίλο του, αλλά δεν είχαν αρκετό χρόνο και η συζήτηση έμεινε ανολοκλήρωτη.
Συνώνυμα
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.