ολοκληρωτισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ολοκληρωτισμός οι ολοκληρωτισμοί
      γενική του ολοκληρωτισμού των ολοκληρωτισμών
    αιτιατική τον ολοκληρωτισμό τους ολοκληρωτισμούς
     κλητική ολοκληρωτισμέ ολοκληρωτισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ολοκληρωτισμός < ολοκληρωτικός + -ισμός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική totalitarianism)

Προφορά

ΔΦΑ : /o.lo.kli.ɾo.tiˈzmos/

Ουσιαστικό

ολοκληρωτισμός αρσενικό

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.