ολοκλήρωμα
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες. Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ολοκλήρωμα | τα | ολοκληρώματα |
| γενική | του | ολοκληρώματος | των | ολοκληρωμάτων |
| αιτιατική | το | ολοκλήρωμα | τα | ολοκληρώματα |
| κλητική | ολοκλήρωμα | ολοκληρώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ολοκλήρωμα < ολοκληρώ(νω) + -μα, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική intégrale[1]
Ουσιαστικό
ολοκλήρωμα ουδέτερο
- (μαθηματικά) ο τύπος μέτρησης χωρίου που ορίζει μια συνάρτηση
- → δείτε τους όρους αόριστο ολοκλήρωμα και αντιπαράγωγος (ο τύπος που υπολογίζει μια συνάρτηση, αν δοθεί η παράγωγός της)
- (μαθηματικά)(αυστηρός ορισμός) Έστω μια συνάρτηση, μια διαμέριση αυτής στο υποσύνολο Α του πεδίου ορισμού της με λεπτότητα λ (δηλαδή το μέτρο του μεγαλύτερου στοιχίου της διαμέρισης είναι λ). Σε κάθε στοιχείο της διαμέρισης αντιστοιχίζεται με συγκεκριμένη διαδικασία, ανάλογα με το είδος τον τρόπο υπολογισμού του ολοκληρώματος, το αποτέλεσμα της μέτρησης του χωρίου. Έστω το άθροισμα όλων μετρήσεων Σ. Το όριο του Σ τείνοντος του λ στο 0 είναι το ολοκλήρωμα της συνάρτησης στο Α.
Συγγενικά
- ολο-
- ολοκλήρωση
- → και δείτε τη λέξη ολοκληρώνω
Μεταφράσεις
- ολοκλήρωμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.