whole

Αγγλικά (en)

παραθετικά
θετικός whole
συγκριτικός wholer / more whole
υπερθετικός wholest / most whole

Προφορά

ΔΦΑ : /həʊl/
ΔΦΑ : /hoʊl/ (ΗΠΑ)
 

Επίθετο

whole (en)

  • (μόνο πριν από το ουσιαστικό) όλος, ολόκληρος
    I have never felt better in my whole life.
    Δεν έχω νιώσει ποτέ καλύτερα σε όλη μου τη ζωή.
    The whole project will be finished in two years.
    Το όλο έργο θα τελειώσει σε δύο χρόνια.
    The child wants peace for the whole world.
    Το παιδί θέλει ειρήνη για ολόκληρο τον κόσμο.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη entire

Παράγωγα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.