ολοκληρώσιμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ολοκληρώσιμος | η | ολοκληρώσιμη | το | ολοκληρώσιμο |
| γενική | του | ολοκληρώσιμου | της | ολοκληρώσιμης | του | ολοκληρώσιμου |
| αιτιατική | τον | ολοκληρώσιμο | την | ολοκληρώσιμη | το | ολοκληρώσιμο |
| κλητική | ολοκληρώσιμε | ολοκληρώσιμη | ολοκληρώσιμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ολοκληρώσιμοι | οι | ολοκληρώσιμες | τα | ολοκληρώσιμα |
| γενική | των | ολοκληρώσιμων | των | ολοκληρώσιμων | των | ολοκληρώσιμων |
| αιτιατική | τους | ολοκληρώσιμους | τις | ολοκληρώσιμες | τα | ολοκληρώσιμα |
| κλητική | ολοκληρώσιμοι | ολοκληρώσιμες | ολοκληρώσιμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ολοκληρώσιμος < ολοκληρώνω + -ιμος
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
ολοκληρώσιμος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.