ναυς
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ναυς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ναῦς < νάω (πλέω)
Ουσιαστικό
ναυς θηλυκό (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο ναῦς)
Συγγενικά
ετυμολογικό πεδίο
ναυ-, νη-, νηο-, νεω-
ναυ-, νη-, νηο-, νεω-
|
θέμα ναυ-
|
θέμα ναυτ-
|
θέμα ναυσι- θέμα νη-, νηο- θέμα νεω- |
Μεταφράσεις
ναυς
|
Αναφορές
- ναῦς σελ.4849 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.