ναυς

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ναυς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ναῦς < νάω (πλέω)

Ουσιαστικό

ναυς θηλυκό (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο ναῦς)

  • (αρχαιοπρεπές, παρωχημένο) σε λόγιους όρους
    1. (αρχαιοπρεπές, ναυτικός όρος) αρχαίο πλοίο, το καράβι, το σκάφος
    2. (χριστιανισμός, αρχιτεκτονική) το μέσον του κλίτους χριστιανικού ναού [1]

Συγγενικά

 ετυμολογικό πεδίο 
ναυ-, νη-, νηο-, νεω- 

θέμα ναυ-

θέμα ναυτ-

θέμα ναυσι-

θέμα νη-, νηο-

θέμα νεω-

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. ναῦς σελ.4849 -  Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.