πεζοναύτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πεζοναύτης οι πεζοναύτες
      γενική του πεζοναύτη των πεζοναυτών
    αιτιατική τον πεζοναύτη τους πεζοναύτες
     κλητική πεζοναύτη πεζοναύτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Αμερικανοί πεζοναύτες προπονούνται σε πολεμικές τέχνες

Ετυμολογία

πεζοναύτης < (πεζός) πεζο- + ναύτης,(μεταφραστικό δάνειο) γαλλική infanterie de marine

Προφορά

ΔΦΑ : /pe.zoˈna.ftis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πεζοναύτης

Ουσιαστικό

πεζοναύτης αρσενικό

Παράγωγα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.