νηοψία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νηοψία οι νηοψίες
      γενική της νηοψίας των νηοψιών
    αιτιατική τη νηοψία τις νηοψίες
     κλητική νηοψία νηοψίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νηοψία < νηο- (< ναῦς) + ὄψις

Ουσιαστικό

νηοψία θηλυκό

  1. (ναυτικός όρος): η διακοπή της πορείας ενός πλοίου και ο έλεγχος του από μονάδα πολεμικού ή περιπολικού διωκτικής αρχής για να διαπιστωθεί αν έχει παραβεί τη νομοθεσία
  2. (νομικός όρος), (διεθνές δίκαιο) το δικαίωμα που παρέχεται στα πολεμικά πλοία, να διακόπτουν την πορεία εμπορικού πλοίου, προκειμένου να προβούν σε ελέγχους προς εξακρίβωση τέλεσης απαγορευμένων ή αξιόποινων πράξεων, ενώ εν καιρώ πολέμου τον έλεγχο των ουδέτερων εμπορικών πλοίων προς εξακρίβωση υποχρεώσεων της σημαίας τους

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.