νηοψία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | νηοψία | οι | νηοψίες |
| γενική | της | νηοψίας | των | νηοψιών |
| αιτιατική | τη | νηοψία | τις | νηοψίες |
| κλητική | νηοψία | νηοψίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- νηοψία < νηο- (< ναῦς) + ὄψις
Ουσιαστικό
νηοψία θηλυκό
- (ναυτικός όρος): η διακοπή της πορείας ενός πλοίου και ο έλεγχος του από μονάδα πολεμικού ή περιπολικού διωκτικής αρχής για να διαπιστωθεί αν έχει παραβεί τη νομοθεσία
- (νομικός όρος), (διεθνές δίκαιο) το δικαίωμα που παρέχεται στα πολεμικά πλοία, να διακόπτουν την πορεία εμπορικού πλοίου, προκειμένου να προβούν σε ελέγχους προς εξακρίβωση τέλεσης απαγορευμένων ή αξιόποινων πράξεων, ενώ εν καιρώ πολέμου τον έλεγχο των ουδέτερων εμπορικών πλοίων προς εξακρίβωση υποχρεώσεων της σημαίας τους
-
νηοψία στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.