ναυσιπλοΐα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ναυσιπλοΐα οι ναυσιπλοΐες
      γενική της ναυσιπλοΐας των ναυσιπλοϊών
    αιτιατική τη ναυσιπλοΐα τις ναυσιπλοΐες
     κλητική ναυσιπλοΐα ναυσιπλοΐες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ναυσιπλοΐα < ναυσίπλοος

Ουσιαστικό

ναυσιπλοΐα θηλυκό

  1. (ναυτικός όρος): ο πλους με πλοίο
  2. (ναυτικός όρος): η τέχνη και η πρακτική του ασφαλή πλου
  3. (συνεκδοχικά): θαλάσσια μεταφορά επιβατών και φορτίων

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.